- δασοκομικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στη δασοκομία2. φρ. «δασοκομικός χειρισμός» — ο καλλιεργητικός χειρισμός τών δασοσυστάδων σύμφωνα με τους κανόνες τής δασοκομίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < δασοκομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία].
Dictionary of Greek. 2013.